- άπαικτος
- κ. άπαιχτος, -η, -ο (Μ ἄπαικτος, -ον)νεοελλ.1. εκείνος που δεν παίχτηκε(«ἔργο ἄπαιχτο») ή που δεν έχει παρασταθεί στο θέατρο2. (για παιγνιόχαρτο) αυτός που δεν χρησιμοποιήθηκε ακόμη στο παιγνίδιμσν.ακατάλληλος για αστεϊσμό.
Dictionary of Greek. 2013.